- φόβισμα
- -ίσματος, το, Ν [φοβίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φοβίζω, πρόκληση φόβου2. φοβέρισμα, εκφοβισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φόβισμα — το, ατος 1. πρόκληση φόβου και ανησυχίας. 2. απειλή, φοβέρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκφόβηση — και εκφόβιση, η (AM ἐκφόβησις και ἐκφόβισις) η ενέργεια τού εκφοβώ*, φόβισμα, φοβέρισμα, εκφοβισμός, απειλή … Dictionary of Greek